- τανυσίσκοπος
- -ον, Ααυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη απόσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι», σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. φιλόσκοπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek